Ανυπάκουος γιος,
αδύναμος, βλάσφημος.
Μετέθεσα πάνω σου τις ευθύνες μου,
αχάριστος, ένιωσα αδικημένος.
Με μάλωνες πάντα απαλά,
μήπως γιατί δεν δάκρυζα ποτέ για εμένα;
Δυο φορές γονατιστός και συντριμμένος.
Ανάξιος σίγουρα, χαμένος.
Πότε θα μάς αφήσεις να ξεχυθούμε στους κάμπους;
Πότε απλόχερα θα μάς προσφέρεις
ό,τι κι αν σού 'χουμε ζητήσει;
Ε;..
Πότε θά 'ρθει η στιγμή αυτή,
η ανούσια ελλείψει πόνου;
Κι εκεί, σαστισμένοι, αδαείς,
να σε θωρούμε, σαν κύμβαλα αλαλάζοντα,
άχρωμα κι αμετανόητα τέκνα,
να προσποιούμαστε πως δεν υπάρχει τέλος;
Αυτή τη στιγμή, την ίδια σαν τόσες άλλες,
το χέρι Σου πάντα απλωμένο, να αρπαχτώ.
Με μάτια δεμένα να γλιστρώ στο μέλλον μου,
ένα μέλλον μεταφυσικό,
μια πλατφόρμα αδιάλλακτων αποφάσεων.
Το θέλημά Σου ξεκάθαρο:
Μια λύση τιμωρίας κι ευτυχίας να βρεθεί,
να φανεί η αξία μιας ζωής που εξέλιπε η πίστη,
μα η γνώση ήσουν Εσύ.
Εκεί που όλα ήταν δαιμονικά,
όπως το περίμενα..
επήλθε Θεία Δίκη.
Τίποτα δεν θά 'ναι ίδιο μετά από 'κείνη την ώρα,
την Άγια Ώρα της Συγκομιδής.
Κι όταν θα χάσκει το κενό, μια μοναξιά τρομαχτική,
κανείς πια δεν θα μπορεί να σ' αρνηθεί.
Η ίδια η Ζωή θα ακυρωθεί, θα σβήσει ο Κόσμος.
Αναρίθμητες φωνές,
στον τρόμο βυθισμένες δίχως το δικό Σου Φως
-κι εγώ ανάμεσα σ' αυτές, αυθάδικα-
θα Σού φωνάξουμε:
Αναστήσου!
Κ-Τ